κλειδαριά
希臘語[编辑]
詞源[编辑]
κλειδί (kleidí, “鑰匙”) + -αριά (-ariá)
名詞[编辑]
κλειδαριά (kleidariá) f (复数 κλειδαριές)
變格[编辑]
κλειδαριά的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κλειδαριά • | κλειδαριές • |
屬格 | κλειδαριάς • | κλειδαριών • |
賓格 | κλειδαριά • | κλειδαριές • |
呼格 | κλειδαριά • | κλειδαριές • |
相關詞彙[编辑]
- 參見:κλείνω (kleíno, “關閉”)
參見[编辑]
- λουκέτο n (loukéto, “掛鎖”)