ασπαρτικό οξύ

維基詞典,自由的多語言詞典

希腊语[编辑]

名词[编辑]

ασπαρτικό οξύ (aspartikó oxýn

  1. (生物化學) 天冬氨酸

变格[编辑]

同類詞彙[编辑]