αναλγητικό

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

αναλγητικό (analgitikón (复数 αναλγητικά)

  1. (藥物學) 止痛藥鎮痛藥

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]

同類詞彙[编辑]

拓展閱讀[编辑]